- ακρότομος
- ἀκρότομος, -ον (AM)αυτός που είναι απότομα κομμένος στο άκρο του, απότομος, απόκρημνος, κοφτερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -τομος < τέμνω.ΠΑΡ. νεοελλ. ακροτομία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκρότομος — cut off sharp masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρότομον — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem acc sg ἀκρότομος cut off sharp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτόμοιο — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτόμοις — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτόμου — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτόμους — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτόμων — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτόμῳ — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρότομα — ἀκρότομος cut off sharp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρότομε — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)